Toggle menu

Αρθροσκόπηση ισχίου

Η αρθροσκόπηση ισχίου αποτελεί μια ελάχιστα επεμβατική χειρουργική διαδικασία, η οποία χρησιμοποιείται σε παγκόσμιο επίπεδο τόσο για τη διάγνωση διαφόρων παθήσεων του ισχίου όσο και για τη θεραπεία τους. Η επέμβαση περιλαμβάνει τη χρήση ενός λεπτού, εύκαμπτου οργάνου, του αρθροσκοπίου. Το αρθροσκόπιο έχει προσαρτημένη μια κάμερα στη μία άκρη του, μέσω της οποίας απεικονίζει το εσωτερικό της άρθρωσης του ισχίου και επιτρέπει την ταυτόχρονη αποκατάστασή της.

 

Ποια συμπτώματα υποδηλώνουν μια πάθηση του ισχίου;

Τα συμπτώματα των παθήσεων του ισχίου ποικίλλουν και εξαρτώνται τόσο από την ίδια την πάθηση όσο και από τη σοβαρότητά της και τη γενικότερη κατάσταση της υγείας του ασθενή. Συγκεντρωτικά, τα συμπτώματα στο ισχίο που συνήθως οδηγούν έναν ασθενή στον ιατρό του είναι τα εξής:

  • Πόνος διαφορετικής έντασης ο οποίος επιδεινώνεται με ορισμένες κινήσεις. Ο πόνος μπορεί να αντανακλάται στη βουβωνική χώρα, στον μηρό ή τον γλουτό.
  • Δυσκαμψία στην περιοχή του ισχίου η οποία καθιστά δύσκολη της εκτέλεση ορισμένων κινήσεων.
  • Μειωμένο εύρος κίνησης το οποίο επηρεάζει απλές καθημερινές δραστηριότητες όπως το περπάτημα.
  • Πρήξιμο γύρω από την άρθρωση του ισχίου.
  • Χαρακτηριστικός ήχος κλικ κατά την κίνηση.
  • Μυϊκή αδυναμία στην περιοχή του ισχίου, του μηρού ή του γλουτού.

 

Πώς πραγματοποιείται η διάγνωσή τους;

Η διάγνωση μιας πάθησης του ισχίου συνήθως επιτυγχάνεται με τον συνδυασμό της λήψης ιατρικού ιστορικού, της φυσικής εξέτασης και τη διενέργεια απεικονιστικών εξετάσεων.

Ιατρικό ιστορικό: Ο ιατρός λαμβάνει το πλήρες ατομικό ιατρικό ιστορικό του ασθενή και σημειώνει τα συμπτώματά του. Παράλληλα ενημερώνεται σχετικά με προηγούμενους τραυματισμούς ή χειρουργικές επεμβάσεις στην περιοχή του ισχίου.

Φυσική εξέταση: Κατά τη φυσική εξέταση ο ιατρός αξιολογεί την άρθρωση του ισχίου, αναζητώντας ενδείξεις πρηξίματος, πόνου, δυσκαμψίας και μειωμένου εύρους κίνησης.

Απεικονιστικές εξετάσεις: Για την απεικόνιση της άρθρωσης του ισχίου εσωτερικά και τον εντοπισμό πιθανών ανωμαλιών σε αυτήν χρησιμοποιούνται απεικονιστικές εξετάσεις. Οι εξετάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν μαγνητική ή αξονική τομογραφία.

Αρθροσκόπηση: Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως σε ορισμένες περιπτώσεις, η αρθροσκόπηση ισχίου μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη διάγνωση μιας πάθησης. Χάρη στη χρήση του αρθροσκοπίου, ο ιατρός αποκτά μια ξεκάθαρη εικόνα του εσωτερικού της άρθρωσης και εντοπίζει πιθανά προβλήματα σε αυτήν.

 

Σε ποιες περιπτώσεις ενδείκνυται η αρθροσκόπηση ισχίου;

Η αρθροσκόπηση ισχίου επιλέγεται όταν προηγουμένως έχουν εφαρμοστεί συντηρητικές μέθοδοι για την αποκατάσταση του ισχίου, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Οι συνηθέστερες παθήσεις που αντιμετωπίζονται επιτυχώς μέσω της αρθροσκόπησης ισχίου είναι οι παρακάτω:

  • Ρήξη του επιχείλιου χόνδρου
  • Αρθρίτιδα του ισχίου
  • Σύνδρομο μηροκοτυλιαίας πρόσκρουσης
  • Ελεύθερα σώματα
  • Κροτούν ισχίο
  • Χόνδρινες βλάβες
  • Οστεοαρθρίτιδα
  • Φλεγμονή στην άρθρωση του ισχίου
  • Τροχαντηρίτιδα

 

Πώς πραγματοποιείται η αρθροσκόπηση ισχίου;

Η επέμβαση συνήθως πραγματοποιείται υπό γενική αναισθησία, με τον ασθενή να τοποθετείται κατάλληλα, ώστε ο χειρουργός να μπορεί να χειρίζεται την άρθρωση του ισχίου. Ξεκινώντας την επέμβαση, ο χειρουργός πραγματοποιεί δύο ή τρεις πολύ μικρές τομές στην περιοχή που πρόκειται να χειρουργήσει. Από τη μία τομή εισάγει το αρθροσκόπιο το οποίο του επιτρέπει να παρακολουθεί το χειρουργικό πεδίο μέσω της ειδικής κάμερας. Από τις άλλες δύο τομές εισάγει τα μικρά χειρουργικά εργαλεία. Ανάλογα με την πάθηση που αντιμετωπίζεται ο χειρουργός θα χρησιμοποιήσει τα χειρουργικά εργαλεία για να επιδιορθώσει ή να αφαιρέσει διάφορα στοιχεία. Αφού τελειώσει η επέμβαση, ο χειρουργός χρησιμοποιεί ράμματα για να κλείσει τις τομές και στη συνέχεια τοποθετεί έναν αποστειρωμένο επίδεσμο.

 

Ο ασθενής συνήθως παραμένει στον χώρο του νοσοκομείου για ένα έως δύο εικοσιτετράωρα και στη συνέχεια επιστρέφει στο σπίτι του. Σε πολλές περιπτώσεις συνταγογραφείται φυσικοθεραπεία η οποία βοηθά στην ταχύτερη ανάκτηση της δύναμης και της κινητικότητας της χειρουργημένης περιοχής. Κατά το στάδιο της ανάρρωσης, ο ιατρός ορίζει ορισμένα ραντεβού παρακολούθησης κατά τα οποία παρακολουθεί την πορεία της ανάρρωσης και δίνει εξατομικευμένες οδηγίες στον ασθενή.